μεταφέρω

μεταφέρω
μεταφέρω, [tense] fut.
A

μετοίσω S.Ph.962

: [tense] aor.

μετήνεγκα D.18.108

, part. -ενεγκών ib. 225: [tense] pf.

μετενήνοχα Pl.Criti.113a

, and [voice] Pass. -ενήνεγμαι Id.Prt.339a:—carry across, transfer,

τι εἴς τι Id.Ti.73e

;

ἐκ τῶν ἀπόρων εἰς τοὺς εὐπόρους τὰς τριηραρχίας D.18.108

; ἀπὸ τούτου ἐφ' ἕτερον δικαστήριον Lex ap.eund. 21.94;

τὴν ἀδικίαν εἰς τὸν αὑτοῦ νόμον Id.24.76

;

ἐπὶ μὴ προσήκοντα πράγματα τοὺς λόγους Id.20.113

; divert funds to other uses, SIG577.65 (Milet., iii/ii B. C.); μ. κέντρα πώλοις apply the goad to the horses in turn, E.Ph.178 (lyr.);

μ. ἐπ' ἀνθρώπους τὰς μηχανάς X.Cyr.1.6.39

; shift,

μ. τὰ σκεύη Thphr.Char.10.6

; μ. τι ἐπὶ τἀληθές translate it into reality, Pl.Ti.26c; μ. [τὰ ὀνόματα] εἰς τὴν αὑτῶν φωνήν translate them into their own language, Id.Criti. 113a;

τὸ τῶν λῃτουργιῶν ὄνομ' ἐπὶ τὸ τῶν ἱερῶν μ. D.20.126

; of officials, transfer to another post, BGU15.11 ([voice] Pass., ii A. D.); transfer a sum in an account, PRev.Laws 16.10, al. (iii B. C.):—[voice] Med., bring over with one, ἐξ Αἰγίνης Ἀθήναζε μετενεγκαμένη τὴν πορνείαν Theopomp. Hist. 244;

μετηνέγκαντο τὰ σημεῖα ὡς τοὺς ἑτέρους D.H.9.6

:—[voice] Pass., to be transferred,

εἰς ποίησιν Pl.Prt.339a

;

μ. ἐνθένδε ἐκεῖσε Jul.Or.3.122b

.
2 change, alter,

εἰ καὶ πάλιν γνώμην μετοίσεις S. Ph.962

;

μ. τοὺς χρόνους D.18.225

; τὴν ἀξίωσιν μ. change, confound, Aeschin.3.220; of Poets,

μ. ταὔτ' ἄνω τε καὶ κάτω Xenarch.7.2

:— [voice] Pass.,

μετενήνεκται ὑμῖν τὰ τῆς πόλεως δίκαια Aeschin.3.193

; κύνες πυκνὰ μεταφερόμεναι doubling and casting about, X.Cyn.4.5.
3 Rhet., transfer a word to a new sense, use it in a changed sense: and abs., employ metaphor, Arist.EN1167a10:—[voice] Pass.,

εὖ μετενήνεκται Id.Rh.1405b6

, cf.

μεταφορά 11

;

ἀφ' ἑτέρων πραγμάτων μ. τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.167

S.
4 μ. τοὔνομα ἐπὶ τὸν λόγον transfer the word to its literal meaning, re-interpret it etymologically, Arist.Top. 112a32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταφέρω — carry across pres subj act 1st sg μεταφέρω carry across pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφέρω — μεταφέρω, μετέφερα (σπάν. μετάφερα) βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …   Dictionary of Greek

  • μεταφέρω — μετάφερα και μετέφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος 1. φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ: Το φορτηγό μετάφερε ζωοτροφές. 2. μτφ., μεταγλωττίζω, μεταφράζω: Η Θεία Κωμωδία μεταφέρθηκε στα ελληνικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφέρνω — μεταφέρω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφέρετε — μεταφέρω carry across pres imperat act 2nd pl μεταφέρω carry across pres ind act 2nd pl μεταφέρω carry across imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφέρῃ — μεταφέρω carry across pres subj mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres ind mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετενηνεγμένα — μεταφέρω carry across perf part mp neut nom/voc/acc pl μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc/acc dual μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφερομένων — μεταφέρω carry across pres part mp fem gen pl μεταφέρω carry across pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφερόμενον — μεταφέρω carry across pres part mp masc acc sg μεταφέρω carry across pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφερόντων — μεταφέρω carry across pres part act masc/neut gen pl μεταφέρω carry across pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”